- ποίμνια
- ποίμνιονof sheepneut nom/voc/acc plποίμνιοςfrequented by flocksneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποιμνία — ποιμνίᾱ , ποίμνιος frequented by flocks fem nom/voc/acc dual ποιμνίᾱ , ποίμνιος frequented by flocks fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνι' — ποίμνια , ποίμνιον of sheep neut nom/voc/acc pl ποίμνια , ποίμνιος frequented by flocks neut nom/voc/acc pl ποίμνιε , ποίμνιος frequented by flocks masc voc sg ποίμνιαι , ποίμνιος frequented by flocks fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… … Dictionary of Greek
Юдифь — (יהודית) «Юдифь» с головой … Википедия
паствина — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. βουκόλια) крупный рогатый скот. (τά … Словарь церковнославянского языка
стадо — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ποίμνιον) (ποίμνια) стадо скота; перен. общество… … Словарь церковнославянского языка
оградъ — ОГРАД|Ъ (66), А с. 1.Ограда, стена; огороженное место: повелѣваѥть бо… мнихы иконы въ рꙊкахъ при˫ати, и сихъ носити выспрь. и по всемѹ ходити ѡградѹ манастырьскомѹ. (τὸν… περίπολον) ЖФСт к. XII, 117 об.; цр҃квь же Соломонъ посредѣ града создавъ…… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PASTOR — I. PASTOR Consul cum Aeliano, An. Urb. Cond. 915. II. PASTOR Presbyter castiffimus, qui studiô castitatis servandae matrem ad se venientem cellâ clausâ repulit. III. PASTOR alius gregis dominus, alius mercenarius, μιςθωτὸς Graece, Iohann. c. 10.… … Hofmann J. Lexicon universale
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek